περιουσιακός

περιουσιακός
η , ό[ν] имущественный, относящийся к имуществу;

περιουσιακά στοιχεία — составные части имущества;

περιουσιακή κατάσταση — имущественное положение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "περιουσιακός" в других словарях:

  • περιουσιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία (α. «περιουσιακά στοιχεία» β. «περιουσιακές διαφορές») 2. φρ. α) «Περιουσιακό Δίκαιο» σύνολο νομικών διατάξεων οι οποίες ιδρύουν, αλλοιώνουν ή καταργούν δικαιώματα αποτιμητά σε χρήμα β)… …   Dictionary of Greek

  • περιουσιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία: Ο νεοδιορισμένος δημόσιος υπάλληλος οφείλει να δηλώσει στην υπηρεσία του τα περιουσιακά του στοιχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»